περισσός

περισσός
η , ό[ν] очень большой; имеющийся в изобилии; чрезмерный;

εκ περισσού — очень много; — чрезмерно;

αγάπη περισσή — чрезмерная любовь;

§ ως εκ περισσού — без настоятельной необходимости


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "περισσός" в других словарях:

  • περισσός — beyond the regular number masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • περίσσος — α, ο βλ. περίσσιος …   Dictionary of Greek

  • περίσσος — η, ο αυτός που ξεπερνά το κανονικό μέτρο, άφθονος, παραπανίσιος, περίσσιος: Όπου με βάνου ς λογισμό και σε περίσσα κάλλη (Σολωμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περισσός — ή, ό βλ. περίσσιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περισσά — περισσός beyond the regular number neut nom/voc/acc pl περισσά̱ , περισσός beyond the regular number fem nom/voc/acc dual περισσά̱ , περισσός beyond the regular number fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσότερον — περισσός beyond the regular number adverbial comp περισσός beyond the regular number masc acc comp sg περισσός beyond the regular number neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττά — περισσός beyond the regular number neut nom/voc/acc pl (attic) περιττά̱ , περισσός beyond the regular number fem nom/voc/acc dual (attic) περιττά̱ , περισσός beyond the regular number fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττότερον — περισσός beyond the regular number adverbial comp (attic) περισσός beyond the regular number masc acc comp sg (attic) περισσός beyond the regular number neut nom/voc/acc comp sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσοτέρων — περισσός beyond the regular number fem gen comp pl περισσός beyond the regular number masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσοτέρως — περισσός beyond the regular number adverbial comp περισσός beyond the regular number masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»